Το Όποιο είναι η Θρησκεία του Λαού

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2008

Μετά τον αυνανισμό... (and the worms ate into his brain)

...με πιάνουν κάτι ψιλοκρίσεις ταυτότητας και ιδεολογικών νεκρολογιών. Ποιός είμαι και τί ήθελα να γίνω. Θυμάμαι τα παλιά, τα περαμένα, τα ανέφικτα. Αει στο διάολο. Με τόσα ψυχολογικά θα κόψω και τη μαλακία στο τέλος...

Αντιδρούσα κάποτε στο κατεστημένο...


Πέταγα ανάμεσα στ'αστέρια...


Μάθαινα ιστορία...


Μάθαινα για τα ιδανικά και τα πρότυπα...


Μάθαινα να φωνάζω...


Μάθαινα γεωγραφία...


Αναρωτιόμουν αν υπάρχει κάτι "εκεί πάνω"...


Τελικά αποφάσισα πως η θρησκεία είναι κάτι το προσωπικό...


Και τρόμαζα τον εαυτό μου τα βράδια...


Αλλά τελικά αποφάσισα πως καλύτερα να τους φας πριν σε φάνε...


Κι αν αποτύχεις, δε γαμιέται. Το πολύ πολύ...


Βρήκα και το όνομα και τη γενέτειρά μου...


Και μετά τους αυτοπροσδιορισμούς μου... Πως κατάντησα έτσι, ρε πούστη μου...


Πως κατάντησα...


Υπάρχει Ελπίδα (;)...

Άπονη ζωή...

Τί άλλο να πεις. Μας πέταξες στην άκρη του δρόμου, ήρθε κι ο οδοκαθαριστής, μας μάζεψε, πήγαμε στη χωματερή, μας κουτσούλησαν κι οι γλάροι (τίγκα οι χωματερές με γλάρους) και μας πήδηξαν οι αρουραίοι.

Καλή τηλεθέαση.



Ναι, μου αρέσουν περισσότερο οι καστανομελαχροινές.



Φάτε μάτια ψάρια...

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2008

Δανεικό κείμενο...

Κάπου μου το στείλανε με e-mail, από αυτές τις χιλιάδες μαλακίες που στέλνουν κάθε μέρα. Αυτό το βρήκα ενδιαφέρον και το προσάρμοσα. Είναι μια ιστοριούλα.

Μιλάει για ένα κυριούλη, ψιλοαπογοητευμένο από τη μοίρα του. Είναι για διακοπές στο Μαρόκο. Διακοπές της πείνας όμως. Με σακκίδιο στην πλάτη και όπου γη και πατρίς. Τελευταίες μέρες λοιπόν, λέει να πάει μια βόλτα στην αγορά. Να πάρει το κάτιτίς του, να το πάρει μαζί του στην Ψωροκώσταινα, να το δείχνει στους φίλους του και να αυτοεπαινείται για το φοβερό παζάρι που έκανε για να το πάρει. Κλασσικός Ελληνάρας.
Βρίσκει λοιπόν ένα μαγαζάκι από τα πολλά που πουλάνε αντίκες και χειροτεχνήματα. Στη βιτρίνα του γυαλίζει ένα αγαλματίδιο. Ένας χάλκινος αρουραίος. Ναι, αρουραίος. Τραβάτε κανένα ζόρι;
Μπαίνει μέσα στο μαγαζάκι.
"Χάου μάτς;"
"Τουέντι ντάλαρς"
Τί λες ρε μάγκα μου; σκέφτεται ο φίλος μας. Τόσο φοβερό αγαλματάκι και μόνο είκοσι δολλαριάκια; Ούτε δεκαπέντε ευρά; Το πήρα.
"Μισό λεπτό φίλος μου" του λέει ο ιδιοκτήτης.
Ώπα; Μιλάει και ελληνικά το ραμολί; σκέφτεται ο τυπάκος μας.
"Και μιλάει και ντιαβάζει σκέψη" τον ταπώνει ο γεροντάκος.
Ξεροκαταπίνει ο δικός μας.
"Είκοσι ντόλλαρς το άγκαλμα, εκατό το ιστορία του"
Δε μας χέζεις ρε Νταλάρα; σκέφτεται ο δικός μας και θυμάται ότι ο γέρος διαβάζει τη σκέψη.
"Όχι, όχι" του λέει του γέρου. Μόνο το άγαλμα.

Του το τυλίγει ο γέρος, φεύγει ο δικός μας.
Λίγο έξω από την πόλη, ακούει πίσω του "σκουίκ-σκουίκ". Γυρνάει, κοιτάζει, νά ένας αρουραίος.
"Ε, ρε συμπτώσεις" σκέφτεται.
Λίγο παρακάτω, ο θόρυβος πίσω του έγινε πιο έντονος. Κοιτάζει, εκατό αρουραίοι.
"Ρε, δεν πάμε καλά." Αρχίζει να περπατάει πιο γρήγορα.
Παρακάτω οι αρουραίοι είναι δέκα χιλιάδες και η φασαρία τους, κόλαση.
Φτάνει τρέχοντας στην άκρη ενός γκρεμού. Οι αρουραίοι, εκατομύρια και ζυγώνουν απειλιτικά με φωνές και τσιρίγματα.
"Την πούτσισα", σκέφτεται. Τότε όμως του έρχεται μια άλλη ιδέα στο μυαλό.
"Ρε, δεν πετάω το άγαλμα στον γκρεμό;"
Και με το που το κάνει, οι αρουραίοι όρμησαν από πίσω από το άγαλμα μέχρι τελευταίου.
Τρέχοντας, γυρίζει στο μαγαζάκι που αγόρασε το καταραμένο αντικείμενο.
"Γουέλκαμ μπακ", του λέει ο γέρος. "Ήρθες για το ιστορία, ε;"
"Όχι, ρε μπάρμπα" του λέει ο δικός μας.
"Τίποτα σε Έλληνες πολιτικούς, παπάδες και δημοσιογράφους σου βρίσκεται;"

Υποθέτω πως είτε η ιστορία δεν είναι αληθινή, είτε ο γέρος δεν είχε ό,τι του ζήτησε ο δικός μας γιατί ακόμα με τα ίδια σκατά είμαστε.