Το Όποιο είναι η Θρησκεία του Λαού

Πέμπτη 31 Μαΐου 2007

Καπνίζω άρα κάηκα

Νέα μαζική υστερία: Απαγόρευση του καπνίσματος στις παραλίες.

Καρδιολόγοι και λοιποί κρατικοδίαιτοι θέλουν να απαγορευτεί δια νόμου το κάπνισμα στις παραλίες. Εν μέσω αλλαλαγμών για το κακό που χρόνια ξέρουμε πως κάνει το τσιγάρο, χωρίς να αποσαφηνίζουν γιατί συγκεκριμένα στις παραλίες. Θυμίζει των χουντικό νόμο που επέβαλλε την τοποθέτηση ζωνών ασφαλείας από την εισαγωγική του κουνιάδου του Παπαδόπουλου.


Μήπως χαλάει το ίματζ της σούπερ παραντάις η φουμαίρνουσα μικροαστική τάξη; Το πούρο με νεύρο δεν το χαλάει;




Προφανώς όχι.








Επίσης, έχει υποπέσει στην αντίληψή μου ότι οι καπνίζοντες είναι κάτι χαμερπείς τύποι, ξεδοντιάρηδες, κτηνοβάτες στην πλειοψηφία τους που δεν έχουν δικαιώματα επειδή είναι οι έμμεσοι δολοφόνοι της καρέτα-καρέτα και της μονάχους μονάχους. Ναι.


Πάνε κρυφά τα βράδυα που τα ζωάκια κοιμούνται και τους φυσάνε ένα πακέτο εικοσιπεντάρι στη μύτη για να τα καρκινιάσουνε τα προστατευόμενα.




Άσε που μαθαίνουν το κάπνισμα και σε γατάκια οι αθεόφοβοι. Σατανάδες, σαρδανάπαλοι, αντίχριστοι, εξακόσια εξήντα έξι, ου, ου, ου.
Λες και δεν βλέπουμε πως είναι φορομπηχτικό το μέτρο, να κόψουν κανένα προστιμάκι από εδώ κι εκεί και να μαζέψουν φράγκα για τον κορβανά. Να βγάλουμε και οι ερευνητές τα έξοδά τους με κάποιο προγραμματάκι που θα μελετά τις επιπτώσεις του καπνού του τσιγάρου στην μεσογειακή αχιβάδα. Τέταρτο ΚΠΣ έπεται...

Ρε, πάμε καλά; Αφού είναι κακό το τσιγάρο και το ξέρουμε γιατί δεν κάνουμε παράνομες τις καπνοβιομηχανίες;

Βλέπε "δεν συμφέρει η πρόληψη του καρκίνου τις φαρμακοβιομηχανίες που εμπορεύονται ψήγματα ελπίδας γι' αυτό χαλάμε φράγκα για βρούμε πανάκριβες θεραπείες".
Πάρτε μια "γεύση" απόψεων:
Ο καθηγητής Χρήστος Μπουντούλας υποστήριξε ότι πρέπει να επιβληθεί απαγόρευση ακόμη και ποινή, σε ό,τι αφορά τους δημόσιους χώρους και τους περισσότερους κλειστούς χώρους στην Ελλάδα. "Να βγαίνουν έξω να καπνίζουν", είπε χαρακτηριστικά και ανέφερε το παράδειγμα πολλών πλέον ευρωπαϊκών χωρών όπου συμβαίνει αυτό. Από την πλευρά του ο αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Καρδιολογίας, Βλάσσης Πυργάκης, ανέφερε ότι "εφόσον δεν πείθονται ορισμένοι και δυστυχώς αυτοί είναι πολλοί στη χώρα μας, είμαι υπέρ της ποινικοποίησης των χρηστών καπνού σε χώρες όπου αυτό απαγορεύεται δια νόμου".
ΟΚ, σας καταλαβαίνω. Τί θα λέγατε για να φτιαχτούν υποδομές στις εταιρείες και στα δημόσια κτήρια για καπνίζοντες, όπως υπάρχουν τουαλέτες για τις σωματικές ανάγκες;
Τί θα λέγατε για καλύτερη παιδεία στα σχολεία;
Τί θα λέγατε αν βελτιώνατε τις δημόσιες υπηρεσίες και τις μεταφορές ώστε να μην προλαβαίνει ο πολίτης να ανάψει τσιγάρο;
Τί θα λέγατε αν πηγαίναμε στους συναδέλφους σας και να μας συμβούλευαν να κόψουμε το κάπνισμα χωρίς τσιγάρο στο χέρι τους;
Τί θα λέγατε αν δίνατε αφιλοκερδώς ενημέρωση αντί να προτείνετε να πάρετε λεφτά (συνέταιρος του κράτους είστε ή κάνω λάθος);
Άλλη λέξη από την "ποινικοποίηση" δεν ξέρετε; Π.χ. επιμόρφωση;
Από πού προέρχονται οι πόροι της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας;
Που έβαλα τα καρβουνάκια του λουλά μου;

Τ...έλος εποχής


Φεύγει η άνοιξη. Έρχεται το καλοκαιράκι. Βυζάκια, μπουτάκια, κωλαράκια στη φόρα. Στις αποκλεισμένες παραλίες. Στις ανοιχτές παραλίες.
Τα Μήδεια βγάζουν από τη ναφθαλίνη τα περισυνά ρεπορτάζ με τις ρακέτες στην ακρογιαλιά.


Για να θυμόμαστε τη Μαιρούλα πριν πάρει αυτά τα τέσσερα έξτρα κιλά κυτταρίτιδας στους γλουτούς.

Και την Μαριώ πριν χάσει αυτά τα δέκα κιλά που την ταλάνιζαν. Τα είχε άχτι αυτά τα κιλά. Όσο κι αν προσπαθούσε να τα χάσει, πάντα ένας καλοθελητής της τα επέστρεφε. Βλέπετε είχε κάνει την ανοησία να τα μαρκάρει με μπαρκοούντ και σειριακό αριθμό που αν το χτύπαγες σε οποιοδήποτε σουβλατζίδικο και ζαχαροπλαστείο, έβγαζε το όνομα και τη διεύθυνσή της. Α, ναι... έβγαζε και ένα εξακόσια εξήντα έξι αλλά αυτό ήταν ούτως ή άλλως καταχωρημένο στο σατανικό μπαρκόουντ των δαιμονικών επιστραφόμενων κιλών.
Που είχαμε μείνει; Α, μάλιστα. Στην άνοιξη που βγαίνει. Και μαζί της βγαίνουν και τα απωθημένα των μπιλντεράδων, των μοντέλων και των λοιπών παρεπιδημούντων της παραλίας. Φτιαγμένο μαλί, γυαλί, αυτοκίνητο από το Φαστ εντ Φιούριους, τα απαραίτητα αξεσουάρ παραλίας και ένα σωρό κόπανοι φωνάζοντας όλα τα φωνήεντα των ανά τον κόσμο αλφαβήτων να παρελαύνουν μπροστά από τα μάτια της κάμερας, των θαυμαστών και των επικριτών τους. Καλή ώρα σαν την αφεντιά μου.
Να βλέπουμε την παρακείμενη κυρία (Αντριάνα Λίμα) και να λέμε:
"Μα καλά, αλλοιθωρίζει λίγο ή μου φαίνεται;"
"Καλά, μαλλί είναι αυτό;"
"Mας το "παίζει" και γκόμενα! Το χάλι!"
"Πλαστική στο βυζί έχει κάνει"
"Πλαστική στα χείλα έχει κάνει"
Και ο κλασσικός γαμήκουλας:
"Εγώ όταν την πήδαγα..."




Για τον λόγο αυτό, θα ήθελα να πάω σε μία τέτοια παραλία, παρέα με το κουβαδάκι μου.
Ποιός δεν θα ήθελε, εξάλλου. Αντίθετα με την κοινή λογική του "θεαθήναι" και "θεωρείτε" προτιμώ να σαπίσω τα κοκκαλάκια μου στην άμμο μιας ερημιάς. Ξέρω βέβαια πως κάποιοι θα μου πρότειναν τη Σαχάρα ή την Καλαχάρι αλλά δεν θα τους κάνω την χάρη.
(Φώτο Νίκος Δανηιλίδης (c) 2003)


Μέρα Μαγιού. Η τελευταία του. Αύριο Ιούνιος. Προσεχώς κατακαλόκαιρο. Το κουνέλι μου περιχαρές, κάνει ολοστρόγγυλες κουραδίτσες υπενθυμίζοντάς μου ως πρέπει να του αλλάξω το σανό στο κλουβί του. Εμένα ποιός θα μου αλλάξει στο δικό μου κλουβί τις μπαταρίες των τηλεκοντρόλ;

Από το φιλικό μπλόγκ του Αβραάμ Ξένου πληροφορήθηκα για την Αμαλία. Μέρα Μαγιού μας μίσεψε... Καλό δρόμο. Μακρυά από εδώ. Μακρυά από φακέλους, φακελάκια, γιατρούς, κλαυθμούς, λόγια συμπαράστασης και άναρθρες κραυγές. Γιατί είναι πιο αξιοκρατικός ο θάνατος. Τους παίρνει όλους στην αγκαλιά του με ίσους όρους. Δεν δουλεύει ούτε στο ΕΣΥ ούτε στο ΥΓΕΙΑ.

Δε σε λυπάμαι Αμαλία. Πέρασα πολλές ώρες διαβάζοντας τα κείμενά σου. Στοϊκή. Πνιγμένη από τη ματαιότητα του να έχεις δίκιο, καρκίνο αλλά όχι λεφτά και κατά συνέπεια φωνή. Παρατηρητής στα όσα γίνονταν στο σώμα σου. Ανήμπορη να δράσεις μέσα στο σύστημα. Μα τί λέω; Ποιός είναι αυτό το σύστημα; Εμείς δεν είμαστε; Εμείς δεν το συντηρούμε; Και αναρωτιέμαι: Μέσα σε ένα σύτημα που δουλεύει με λάδι και την τακτική του "έχω ένα γνωστό που θα σου κάνει την δουλειά σου", ανάμεσα στις χιλιάδες που διάβασαν, έκλαψαν, φώναξαν, κανείς ρε πούστη μου δεν είχε ένα γαμημένο γνωστό να κάνει τη δουλειά της; Σε άλλη χώρα γεννήθηκε αυτή η κοπέλα; Όλοι ξαφνικά γίναμε τόσο αντίθετοι με τις οικογενειοκρατικές παύλα συμφεροντολογικές σχέσεις μας με τους δημόσιους φ(θ)ορείς και οργανισμούς που σε αυτή την περίπτωση απλά δεν ζητήσαμε μια χάρη, έτσι για να δουλέψουμε μέσα από την κρατική μηχανή; Ή μήπως (φευ του αληθούς) κρατήσαμε την καβάντζα μας; Αλλά και πάλι ίσως να μην ήταν δουλειά μας, ο πόνος μας.

Ίσως να είμαι πολύ κακός και τελικά να πιάνομαι από λεπτομέρειες. Με όλα αυτά μου ήρθε στο νου κάτι από μια ταινία...








Με εμάς στο ρόλο του Συμβουλίου της Ιουδαίας. Να επιδίδουμε ψήφισμα. Always look on the bright side of death...

Το μόνο που θα αφιερώσω στην Αμαλία, είναι ένα αστειάκι που μοιράζεται μεταξύ των τρόφιμων και συχναζόντων σε υγειονομικά ιδρύματα: "Γιατί οι χειρούργοι φοράνε μάσκες; Για να μην αναγνωρίζεται ο ένοχος."

Σε επιτύμβια στήλη:
Here finally lies Dr James Chard,
who filled half this churchyard.

Προσπαθώ να μην πω άλλα για το θέμα του καρκίνου. Απλά, μαλάκες γιατροί, μάθετε αυτό που δεν καταλαβαίνετε: Ο καρκίνος ΔΕΝ είναι ζώδιο!

Πάει η άνοιξη. Και στα αυτιά μου ο απόηχος της προχθεσινής μπόρας. Μου αρέσει η βροχή. Δεν μου αρέσει όταν βρέχει λάσπη. Μου βρωμίζει το αυτοκίνητο και βαριέμαι να πλένω. Εξάλλου γι' αυτό τον λόγο μου αρέσει η βροχή. Ξεπλένει. Σαν τα δάκρυα που σε αλαφρώνουν από τα βάρη σου. Το νερό είχε πάντα καθαρτικές ιδιότητες. Γι' αυτό το κλείσαν σε μπουκάλια. Ό,τι σε λυτρώνει πρέπει να περιορίζεται. Σαν τα νερά στο βούρκο. Σαν το φυσικό νερό πηγής σε μπουκάλι PVC.

Περνάει ο καιρός και το παρελθόν γίνεται ολοένα και μια παραίσθηση. Για πότε ξέχασα αυτά που για πάντα θα θυμόμουν. Βουρκώνω. Όχι από δάκρυα. Γίνομαι ένα έλος γεμάτο βούρλα. Βρωμάω, ζέχνω. Δεν με ανέχομαι πια.

Οι παλιοί μου φίλοι. Σκιές στο μυαλό και φωνές στο ασύρματο σύρμα. Ρε αδέρφια, μου λείπει το χρώμα και η ευωδία σας. Κουράστηκα πιά να είστε φαντάσματα και αναμνήσεις. Θα αλλάζαμε τον κόσμο κάποτε. Τώρα, σκορμισμένοι στις γωνιές του κόσμου αναμασάμε τον φιλοθεάμωνα αλτρουϊσμό μας και φτύνουμε τα κουκούτσια, εγκλωβισμένοι στο το αέναο αντισφαιριστήριο του νέου κόσμου μας με αντίπαλους παίκτες τη Δουλειά και το Σπίτι. Μέχρι ο ένας παίχτης να μας χάσει για λίγο, να του πέσει το μπαλάκι της ζωής μας και να τσουλήσουμε για διακοπές κάτω από το τραπέζι με τα άλλα μπαλάκια. Όχι για πολύ όμως. Ίσα να πάρουμε μια ανάσα. Και να καυχιόμαστε πως κάναμε διακοπές.

Αδέρφια, κληροδοτήστε την επανάσταση στους νέους. Το μηχάνημά μας δεν παίρνει άλλα κέρματα, σωθήκανε και τα κρέντιτς, γκέημ όβερ.

Θέλω να πάω σπίτι. Κουράστηκα. Θέλω να ξανακλάψω. Μαράθηκα. Θέλω να ξαναζήσω. Πέθανα. Το χειρότερο είναι πως το ξέρω κι αδιαφορώ. Παραδόθηκα. Γαμώ τη μιζέρια μου, γαμώ...

Παρασκευή 25 Μαΐου 2007

Νίκος Καζαντζάκης - Ένας παλιός και από πολλούς ξεχασμένος Σύντροφος

Δεν είμαι καλός, δεν είμαι αγνός, δεν είμαι ήσυχος! Αβάσταχτη είναι η ευτυχία κι η δυστυχία μου, είμαι γιομάτος άναρθρες φωνές και σκοτάδι· κυλιούμαι όλο δάκρυα κι αίματα μέσα στη ζεστή τούτη φάτνη της σάρκας μου.
Φοβούμαι να μιλήσω. Στολίζουμαι με ψεύτικα φτερά, φωνάζω, τραγουδώ, κλαίω, για να συμπνίγω την ανήλεη κραυγή της καρδιάς μου.
Δεν είμαι το φως, είμαι η νύχτα· μα μια φλόγα λοχίζει ανάμεσα στα σωθικά μου και με τρώει. Είμαι η νύχτα που την τρώει το φως.

Με κίντυνο, βαρυγκομώντας, τρεκλίζοντας μέσα στο σκοτάδι, πασκίζω να τιναχτώ από τον ύπνο, να σταθώ λίγη ώρα, όσο μπορώ, ορθιος.
Μια μικρή ανυπόταχτη πνοή μάχεται μέσα μου απελπισμένα να νικήσει την ευτυχία, την κούραση και το θάνατο.
Γυμνάζω σαν άλογο πολεμικό το σώμα μου, το συντηρώ λιτό, γερό, πρόθυμο. Το σκληραγωγώ και το σπλαχνίζουμαι. Αλλο άλογο δεν έχω.
Συντηρώ το μυαλό μου ακοίμητο, λαγαρό, ανήλεο. Το αμολώ να παλεύει ακατάλυτα και να κατατρώει, φως αυτό, το σκοτάδι της σάρκας. Αλλο αργαστήρι να κάνω το σκοτάδι φως δεν έχω.

Συντηρώ την καρδιά μου φλεγόμενη, γενναία, ανήσυχη. Νιώθω στην καρδιά μου όλες τίς ταραχές και τις αντινομίες, τις χαρές και τις πίκρες της ζωής. Μα αγωνίζουμαι να τις υποτάξω σ΄ ένα ρυθμό ανώτερο από το νου, σκληρότερο από την καρδιά μου. Στο ρυθμό του Σύμπαντου που ανηφορίζει.

Η Κραυγή κηρύχνει μέσα μου επιστράτεψη. Φωνάζει: "Εγώ, η Κραυγή, είμαι ο Κύριος ο Θεός σου! Δεν είμαι καταφύγι. Δεν είμαι σπίτι κι ελπίδα. Δεν είμαι Πατέρας, δεν είμαι Γιος, δεν είμαι Πνέμα. Είμαι ο Στρατηγός σου!
"Δέν είσαι δούλος μου μήτε παιχνίδι στις απαλάμες μου. Δεν είσαι φίλος μου, δεν είσαι παιδί μου. Είσαι ο σύντροφος μου στη μάχη.
"Κράτα γενναία τα στενά που σου μπιστεύτηκα· μην τα προδώσεις! Χρέος έχεις και μπορείς στο δικό σου τον τομέα να γίνεις ήρωας.
"Αγάπα τον κίντυνο. Τι είναι το πιο δύσκολο; Αυτό θέλω! Ποιο δρόμο να πάρεις; Τον πιο κακοτράχαλον ανήφορο. Αυτόν παίρνω κι εγώ· ακλούθα μου!
"Να μάθεις να υπακούς. Μονάχα όποιος υπακούει σε ανώτερο του ρυθμό είναι λεύτερος.
"Να μάθεις να προστάζεις. Μονάχα όποιος μπορεί να προστάζει είναι αντιπρόσωπος μου απάνω στη γης ετούτη.
"Ν΄ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω.
"Ν΄ αγαπάς τον καθένα ανάλογα με τη συνεισφορά του στον αγώνα. Μη ζητάς φίλους· να ζητάς συντρόφους!
"Να ΄σαι ανήσυχος, αφχαρίστητος, απροσάρμοστος πάντα. Όταν μια συνήθεια καταντήσει βολική, να τη συντρίβεις. Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η ευχαρίστηση.
"Που πάμε; Θα νικήσουμε ποτέ; Προς τι όλη τούτη η μάχη; Σώπα! Οι πολεμιστές ποτέ δε ρωτούνε!"

Σκύβω κι αφουκράζουμαι την πολεμική τούτη Κραυγή στα σωθικά μου. Αρχίζω και μαντεύω το πρόσωπο του Αρχηγού, ξεκαθαρίζω τη φωνή του, δέχουμαι με χαρά και με τρόμο τις σκληρές εντολές του.
Ναι, ναι, δεν είμαι τίποτα. Ένας αχνός φωσφορισμός απάνω στην ογρή πεδιάδα, ένα άθλιο σκουλήκι που σούρνεται κι αγαπάει, φωνάζει και μιλάει για φτερούγες, μια ώρα, δυο ώρες, κι ύστερα το στόμα του φράζει με χώματα. Αλλη απόκριση οι σκοτεινές δυνάμες δε δίνουν.

Μα μέσα μου, μια Κραυγή ανώτερη μου φωνάζει αθάνατη. Τι, θέλοντας και μη, είμαι κι εγώ, σίγουρα, ένα κομμάτι από τ΄ ορατό κι αόρατο Σύμπαντο. Είμαστε ένα. Οι δυνάμες που δουλεύουν εντός μου, οι δυνάμες που με σπρώχνουν και ζω, οι δυνάμες που με σπρώχνουν και πεθαίνω είναι, σίγουρα, και δικές του δυνάμες.

Δεν είμαι ένα μετέωρο αρίζωτο στον κόσμο. Είμαι χώμα από το χώμα του και πνοή από την πνοή του.

Δε φοβούμαι μοναχός, δεν ελπίζω μοναχός, δε φωνάζω μοναχός μου. Μια παράταξη μεγάλη, μια φόρα του Σύμπαντου φοβάται, ελπίζει, φωνάζει μαζί μου.

Είμαι ένα πρόχειρο γιοφύρι, και Κάποιος αποπάνω μου περνάει και γκρεμίζουμαι ξοπίσω του. Ένας Αγωνιστής με διαπερνάει, τρώει τη σάρκα μου και το μυαλό μου, ν΄ ανοίξει δρόμο, να γλιτώσει από μένα. Όχι εγώ, Αυτός φωνάζει!
Η Κραυγή δεν είναι δική σου. Δε μιλάς εσύ, μιλούν αρίφνητοι πρόγονοι με το στόμα σου. Δεν πεθυμάς εσύ· πεθυμούν αρίφνητες γενεές απόγονοι με την καρδιά σου.
Οι νεκροί σου δεν κείτουνται στο χώμα. Γένηκαν πουλιά, δέντρα, αγέρας. Κάθεσαι στον ίσκιο τους, θρέφεσαι με τη σάρκα τους, αναπνές το χνότο τους. Γένηκαν Ιδέες και πάθη, κι ορίζουν τη βουλή σου και την πράξη.
Οι μελλούμενες γενεές δε σαλεύουν μέσα στον αβέβαιο καιρό, μακριά από σένα. Ζουν, ενεργούν και θέλουν μέσα στα νεφρά και στην καρδιά σου.

Το πρώτο σου χρέος πλαταίνοντας το εγώ σου είναι, στην αστραπόχρονη τούτη στιγμή που περπατάς στη γης, να μπορέσεις να ζήσεις την απέραντη πορεία, την ορατή και την αόρατη, του εαυτού σου.

Δεν είσαι ένας· είσαι ένα σώμα στρατού. Μια στιγμή κάτω από τον ήλιο φωτίζεται ένα από τα πρόσωπα σου. Κι ευτύς σβήνει κι ανάβει άλλο, νεώτερο σου, ξοπίσω σου.

Η ράτσα σου είναι το μεγάλο σώμα, το περασμένο, το τωρινό και το μελλούμενο. Εσύ είσαι μια λιγόστιγμη έκφραση, αυτή είναι το πρόσωπο. Εσύ είσαι ο ίσκιος, αυτή το κρέας.
Δεν είσαι λεύτερος. Αόρατα μυριάδες χέρια κρατούν τα χέρια σου και τα σαλεύουν. Όταν θυμώνεις, ένας προπάππος αφρίζει στο στόμα σου· όταν αγαπάς, ένας πρόγονος σπηλιώτης μουγκαλιέται όταν κοιμάσαι, ανοίγουν οι τάφοι μέσα στη μνήμη και γιομώνει βουρκόλακες η κεφαλή σου.

Ένας λάκκος αίμα είναι η κεφαλή σου, και μαζώνουνται κοπάδια κοπάδια οι γίσκιοι των πεθαμένων και σε πίνουν να ζωντανέψουν.
"Μην πεθάνεις, για να μην πεθάνουμε!" φωνάζουν μέσα σου οι νεκροι. "Δεν προφτάσαμε να χαρούμε τις γυναίκες που πεθυμήσαμε· πρόφτασε εσύ, κοιμήσου μαζί τους! Δεν προφτάσαμε να κάμουμε έργα τις Ιδέες μας· κάμε τις έργα εσύ! Δεν προφτάσαμε να συλλάβουμε και να στερεώσουμε το πρόσωπο της ελπίδας μας· στερέωσε το εσύ!
"Τέλεψε το έργο μας! Τέλεψε το έργο μας! Μέρα νύχτα μπαινοβγαίνουμε στο κορμί σου και φωνάζουμε. Όχι, δε φύγαμε, δεν ξεκορμίσαμε από σένα, δεν κατεβήκαμε στη γης. Μέσα από τα σωθικά σου ξακλουθουμε τον αγώνα. Λύτρωσε μας!
"

Δε φτάνει ν΄ ακούς μέσα σου τη βουή των προγόνων. Δε φτάνει να τους νιώθεις να παλεύουν μπροστά από το κατώφλι του νου σου. Όλοι χύνουνται να πιαστούν από το ζεστό μυαλό σου, ν΄ ανέβουν πάλι στο φως της μέρας.
Μα εσύ να ξεδιαλέγεις. Ποιος πρόγονος να γκρεμιστεί πίσω στα τάρταρα του αίματου σου και ποιος ν΄ ανηφορίσει πάλι στο φως και στο χώμα.
Μην τους λυπάσαι! Κάθου άγρυπνος στην καταβόθρα της καρδιάς σου και ξεδιάλεγε. Τούτος ο ίσκιος, να λες, είναι ταπεινός, σκοτεινός, σα ζώο· να φύγει! Τούτος είναι σιωπηλός και φλεγόμενος, πιο ζωντανός από μένα· ας πιει το αίμα μου όλο!

Φώτισε το σκοτεινό αίμα των προγόνων, σύνταξε τις κραυγές τους σε λόγο, καθάρισε τη βούληση τους, πλάτυνε το στενό τους ανήλεο μέτωπο· αυτό είναι το δεύτερο σου χρέος.
Γιατί δεν είσαι μονάχα σκλάβος. Ευτύς ως γεννήθηκες, μια νέα πιθανότητα γεννήθηκε μαζί σου, ένας λεύτερος σκιρτημός τρικυμίζει τη μεγάλη ζοφερή καρδιά του σογιού σου.
Φέρνεις, θες δε θες, ένα νέο ρυθμό. Μια νέα επιθυμία, μια νέα Ιδέα, μια θλίψη καινούρια. Θες δε θες, πλουτίζεις το πατρικό σου το σώμα.

Κατά που θα κινήσεις; Πώς θ΄ αντικρίσεις τη ζωή και το θάνατο, την αρετή και το φόβο; Όλη η γενεά καταφεύγει στο στήθος σου και ρωτάει και προσδοκάει με αγωνία.
Έχεις ευθύνη. Δεν κυβερνάς πια μονάχα τη μικρή ασήμαντη ύπαρξη σου. Είσαι μια ζαριά όπου για μια στιγμή παίζεται η μοίρα του σογιού σου.
Κάθε σου πράξη αντιχτυπάει σε χιλιάδες μοίρες. Όπως περπατάς, ανοίγεις, δημιουργός την κοίτη όπου θα μπει και θα όδέψει ο ποταμός των απόγονων.
Όταν φοβάσαι, ο φόβος διακλαδώνεται σε αναρίθμητες γενεές και εξευτελίζεις αναρίθμητες ψυχές μπροστά και πίσω σου. Όταν υψώνεσαι σε μια γενναία πράξη, η ράτσα σου αλάκερη υψώνεται και αντρειεύει.

"Δεν είμαι ένας! Δεν είμαι ένας!" Τ όραμα τούτο κάθε στιγμή να σε καίει.
Δεν είσαι ένα άθλιο λιγόστιγμο κορμί· πίσω από την πήλινη ρεούμενη μάσκα σου ένα πρόσωπο χιλιοχρονίτικο ενεδρεύει. Τα πάθη σου κι οι Ιδέες σου είναι πιο παλιά από την καρδιά κι από το μυαλό σου.
Το σώμα σου το αόρατο είναι οι πεθαμένοι πρόγονοι κι οι απόγονοι οι αγέννητοι. Το σώμα σου τ΄ ορατό είναι οι άντρες, οι γυναίκες και τα παιδιά που ζουν της εδικής σου ράτσας.
Μονάχα εκείνος λυτρώθηκε από την κόλαση του εγώ του που νιώθει να πεινάει όταν ένα παιδί της ράτσας του δεν έχει να φάει, και να σκιρτάει πασίχαρος όταν ένας άντρας και μια γυναίκα του σογιού του φιλιούνται.
Όλα τούτα είναι μέλη του μεγάλου ορατού κορμιού σου. Πονάς και χαίρεσαι σκορπισμένος ως τα πέρατα της Γης μέσα σε χιλιάδες ομοαίματα κορμιά.
Όπως μάχεσαι για το μικρό σου το σώμα, πολέμα και για το μεγάλο. Πολέμα όλα τούτα τα κορμιά σου να γίνουνε δυνατά, λιτά, πρόθυμα. Να φωτιστεί ο νους τους, να χτυπάει η καρδιά τους φλεγόμενη, γενναία, ανήσυχη.

Πως μπορείς να ΄σαι δυνατός, φωτεινός, γενναίος, αν οι αρετές τούτες δεν τρικυμίζουν αλάκερο το μεγάλο σου το σώμα; Πως μπορείς να σωθείς, αν δε σωθεί αλάκερο σου το αίμα; Ένας από τη ράτσα σου να χαθεί, σε συντραβάει στο χαμό του. Ένα μέλος του κορμιού και του νου σου σαπίζει.
Να ζεις βαθιά, όχι σαν Ιδέα, παρά ως σάρκα κι αίμα, την ταυτότητα τούτη.
Είσαι ένα φύλλο στο μέγα δέντρο της ράτσας. Να νιώθεις το χώμα ν΄ ανεβαίνει από τις σκοτεινές ρίζες και ν΄ απλοκαμιέται στα κλαριά και στα φύλλα.
Ποιος είναι ο σκοπός σου; Να μάχεσαι να πιαστείς στέρεα από το κλαρί, κι είτε σα φύλλο είτε σαν άνθος είτε σαν καρπός να σαλεύει μέσα σου, ν΄ ανανεώνεται και ν΄ αναπνέει αλάκερο το δέντρο.

Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους πρόγονους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει.

Αγωνία μέσα σου. Κάποιος παλεύει να φύγει, να ξεσκιστεί από τη σάρκα σου, να γλιτώσει από σένα. Ένας σπόρος στα νεφρά σου, ένας σπόρος στο μυαλό σου δε θέλει πια να ΄ναι μαζί σου, δε χωράει πια στο σπλάχνο σου, μάχεται για ελευτερία.
"Πατέρα, δε χωρώ στην καρδιά σου, θέλω να τη συντρίψω, να περάσω Πατέρα, μισώ το σώμα σου, ντρέπουμαι που είμαι κολλημένος μαζί σου, θα φύγω!
"Κατάντησες άλογο οκνό, τα πόδια σου πια δεν μπορούν ν΄ ακλουθούν το ρυθμό της καρδίας μου. Βιάζουμαι. Θα πεζέψω, θα καβαλήσω άλλο κορμί και θα σε αφήσω στο δρόμο
!"
Και συ, ο πατέρας, χαίρεσαι γρικώντας την καταφρονετικιά φωνή του παιδιού σου. "Όλα, όλα για το γιο μου!" φωνάζεις. "Εγώ δεν είμαι τίποτα. Εγώ είμαι ο πίθηκος, αυτός ο άνθρωπος. Εγώ είμαι ο άνθρωπος, αυτός ο γιος του ανθρώπου!"

Μια δύναμη μέσα σου, ανώτερη σου, διαπερνάει συντρίβοντας το κορμί σου και το νου σου και φωνάζει: "Παίξε το τωρινό και το σίγουρο, παίξε το για το μελλούμενο κι αβέβαιο!
"Μην κρατάς τίποτα για υστερνή. Μου αρέσει ο κίντυνος. Μπορεί να χαθούμε, μπορεί να σωθούμε. Μη ρωτάς! Απίθωνε κάθε στιγμή στα χέρια του κίντυνου τον κόσμον όλο! Εγώ, ο σπόρος του αγέννητου, τρώγω τα σωθικά της ράτσας σου και φωνάζω!"
Δε μιλάς εσύ. Μήτε είναι η ράτσα μονάχα μέσα σου που φωνάζει· μέσα σου οι αρίφνητες γενεές των ανθρώπων· άσπροι, κίτρινοι, μαύροι· χιμούν και φωνάζουν.

Λευτερώσου κι από τη ράτσα· πολέμα να ζήσεις όλο τον αγωνιζόμενον άνθρωπο. Κοίτα τον πώς ξεμασκάλισε από τα ζώα, πώς μάχεται να σταθεί όρθιος, να ρυθμίσει τίς άναρθρες κραυγές, να συντηρήσει τη φλόγα ανάμεσα στις πυροστιές, να συντηρήσει το νου ανάμεσα στα κόκαλα της κεφαλής του.
Μια Φλόγα είναι η ψυχή του ανθρώπου· ένα πύρινο πουλί, πηδάει από κλαρί σε κλαρί, από κεφάλι σε κεφάλι, και φωνάζει: "Δεν μπορώ να σταθώ, δεν μπορώ να καώ, κανένας δεν μπορεί να με σβήσει!"

Δέντρο φωτιά γίνεται ολομεμιάς το Σύμπαντο. Ανάμεσα από τους καπνούς κι από τις φλόγες, αναπαμένος στην κορυφή της πυρκαγιάς, κρατώ αμόλευτο, δροσερό, γαλήνιο, τον καρπό της φωτιάς, το Φως.
Από την αψηλή τούτη κορυφή κοιτάζω την κόκκινη γραμμή που ανηφορίζει· τρεμάμενο αίματερό φωσφόρισμα, που σούρνεται σαν έντομο ερωτεμένο μέσα από τους αποβροχάρικους γύρους του μυαλού μου.

Εγώ, ράτσα, άνθρωποι, γης, θεωρία και πράξη, Θεός, φαντάσματα από χώμα και μυαλό, καλά για τις απλοϊκές καρδιές που φοβούνται, καλά για τις ανεμογγάστρωτες ψυχές που θαρρούν πως γεννούνε.

Από που ερχόμαστε; Που πηγαίνουμε; Τι νόημα έχει τούτη η ζωή; φωνάζουν οι καρδιές, ρωτούν οι κεφαλές, χτυπώντας το χάος.
Και μια φωτιά μέσα μου κίνησε ν΄ απαντήσει. Θα ΄ρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να καθαρίσει τη γης. Θα ΄ρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να εξαφανίσει τη γης. Αυτή είναι η Δευτέρα Παρουσία.

Μια γλώσσα πύρινη είναι η ψυχή κι αγλείφει και μάχεται να πυρπολήσει τον κατασκότεινο όγκο του κόσμου. Μια μέρα όλο το Σύμπαντο θα γίνει πυρκαγιά.
Η φωτιά είναι η πρώτη κι η στερνή προσωπίδα του Θεού μου. Ανάμεσα σε δυο μεγάλες πυρές χορεύουμε και κλαίμε.
Λαμποκοπούν, αντηλαρίζουν οι στοχασμοι και τα κορμιά μας. Γαλήνιος στέκουμαι ανάμεσα στις δυο πυρές κι είναι τα φρένα μου ακίνητα μέσα στον ίλιγγο και λέω:
Πολύ μικρός είναι ο καιρός, πολύ στενός είναι ο τόπος ανάμεσα στις δυο πυρές, πολύ οκνός είναι ο ρυθμός ετούτος της ζωής· δεν έχω καιρό, δεν έχω τόπο να χορέψω! Βιάζουμαι!

Κι ολομεμιάς ο ρυθμός της γης γίνεται ίλιγγος, ο χρόνος εξαφανίζεται, η στιγμή στροβιλίζεται, γίνεται αίωνιότητα, το κάθε σημείο -θες έντομο, θες άστρο, θες Ιδέα· γίνεται χορός.
Ήταν φυλακή, κι η φυλακή συντρίβεται κι οι φοβερές δυνάμες μέσα λευτερώνουνται και το σημείο δεν υπάρχει πια!

Ο ανώτατος αυτός βαθμός της άσκησης λέγεται: Σιγή. Όχι γιατί το περιεχόμενο είναι η ακρότατη άφραστη απελπισία για η ακρότατη άφραστη χαρά κι ελπίδα. Μήτε γιατί είναι η ακρότατη γνώση, που δεν καταδέχεται να μιλήσει, για η ακρότατη άγνοια, που δεν μπορεί.
Σιγή θα πει: Καθένας, αφού τελέψει τη θητεία του σε όλους τους άθλους, φτάνει πια στην ανώτατη κορφή της προσπάθειας· πέρα από κάθε άθλο, δεν αγωνίζεται, δε φωνάζει· ωριμάζει αλάκερος σιωπηλά, ακατάλυτα, αιώνια με το Σύμπαντο.

Αρμοδέθηκε πια, σοφίλιασε με την άβυσσο, όπως ο σπόρος του αντρός με το σπλάχνο της γυναίκας.
Είναι πια η άβυσσο η γυναίκα του και τη δουλεύει, ανοίγει, τρώει τα σωθικά της, μετουσιώνει το αίμα της, γελάει, κλαίει, ανεβαίνει, κατεβαίνει μαζί της, δεν την αφήνει!
Πώς μπορείς να φτάσεις στο σπλάχνο της άβυσσος και να την καρπίσεις; Αυτό δεν μπορεί να ειπωθεί, δεν μπορεί να στριμωχτεί σε λόγια, να υποταχτεί σε νόμους· καθένας έχει και τη λύτρωση τη δική του, απόλυτα ελεύτερος.

Διδασκαλία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει Λυτρωτής που ν΄ ανοίξει δρόμο. Δρόμος ν΄ ανοιχτεί δεν υπάρχει.

Καθένας, ανεβαίνοντας απάνω από τη δική του κεφαλή, ξεφεύγει από το μικρό, όλο απορίες μυαλό του.

Μέσα στη βαθιά Σιγή, όρθιος, άφοβος, πονώντας και παίζοντας, ανεβαίνοντας ακατάπαυτα από κορυφή σε κορυφή, ξέροντας πως το ύψος δεν έχει τελειωμό, τραγουδά, κρεμάμενος στην άβυσσο, το μαγικό τούτο περήφανο ξόρκι:

ΠΙΣΤΕΥΩ Σ΄ ΕΝΑ ΘΕΟ, ΑΚΡΙΤΑ, ΔΙΓΕΝΗ, ΣΤΡΑΤΕΥΟΜΕΝΟ, ΠΑΣΧΟΝΤΑ, ΜΕΓΑΛΟΔΥΝΑΜΟ, ΟΧΙ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟ, ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ ΣΤ΄ ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΣΥΝΟΡΑ, ΣΤΡΑΤΗΓΟ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΦΩΤΕΙΝΕΣ ΔΥΝΑΜΕΣ, ΤΙΣ ΟΡΑΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΟΡΑΤΕΣ.
ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤ΄ ΑΝΑΡΙΘΜΗΤΑ, ΕΦΗΜΕΡΑ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΠΟΥ ΠΗΡΕ Ο ΘΕΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΚΑΙ ΞΕΚΡΙΝΩ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΑΥΤΗ ΡΟΗ ΤΟΥ ΤΗΝ ΑΚΑΤΑΛΥΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ.
ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΟΝ ΑΓΡΥΠΝΟ ΒΑΡΥΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ, ΠΟΥ ΔΑΜΑΖΕΙ ΚΑΙ ΚΑΡΠΙΖΕΙ ΤΗΝ ΥΛΗ· ΤΗ ΖΩΟΔΟΧΑ ΠΗΓΗ ΦΥΤΩΝ, ΖΩΩΝ ΚΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ.
ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΤΟ ΧΩΜΑΤΕΝΙΟ ΑΛΩΝΙ, ΟΠΟΥ ΜΕΡΑ ΚΑΙ ΝΥΧΤΑ ΠΑΛΕΥΕΙ Ο ΑΚΡΙΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ.
"ΒΟΗΘΕΙΑ!" ΚΡΑΖΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ. "ΒΟΗΘΕΙΑ!" ΚΡΑΖΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ, ΚΙ ΑΚΟΥΩ.
ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΚΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΚΙ ΟΙ ΡΑΤΣΕΣ ΟΛΕΣ, ΚΙ ΟΛΗ Η ΓΗΣ, ΑΚΟΥΜΕ ΜΕ ΤΡΟΜΟ, ΜΕ ΧΑΡΑ, ΤΗΝ ΚΡΑΥΓΗ ΣΟΥ.
ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΑΚΟΥΝ ΚΑΙ ΧΥΝΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΣΕ ΛΥΤΡΩΣΟΥΝ, ΚΥΡΙΕ, ΚΑΙ ΛΕΝ: "ΕΓΩ ΚΑΙ ΣΥ ΜΟΝΑΧΑ ΥΠΑΡΧΟΥΜΕ."
ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΣΕ ΛΥΤΡΩΣΑΝ, ΣΜΙΓΟΥΝ ΜΑΖΙ ΣΟΥ, ΚΥΡΙΕ, ΚΑΙ ΛΕΝ: "ΕΓΩ ΚΑΙ ΣΥ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝΑ."
ΚΑΙ ΤΡΙΣΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΚΡΑΤΟΥΝ, ΚΑΙ ΔΕ ΛΥΓΟΥΝ, ΑΠΑΝΩ ΣΤΟΥΣ ΩΜΟΥΣ ΤΟΥΣ, ΤΟ ΜΕΓΑ, ΕΞΑΙΣΙΟ, ΑΠΟΤΡΟΠΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ:

ΚΑΙ ΤΟ ΕΝΑ ΤΟΥΤΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ!
ΤΕΛΟΣ

Τρίτη 15 Μαΐου 2007

Επειδή το βρήκα, λέω να το βάλω κι εδώ να το θυμάμαι

Επειδή τα Bookmarks σβήνουν μετά από format, τα ορόσημα χάνονται αν τα ξεχάσεις, οι άνθρωποι πεθαίνουν όταν κανείς δεν τους θυμάται.



Δεν θέλω και δεν μπορώ να το σχολιάσω ενδελεχώς. Επειδή είμαι κακός άνθρωπος, θα διαφωνήσω με όποιον λέει πως "Συγχωρούμε, αλλά δεν ξεχνάμε". Εγώ, δεν συγχωρώ και δεν ξεχνάω. Ουτέ καν τον εαυτό μου.

Πέμπτη 10 Μαΐου 2007

Πλεονάζοντες παραλογισμοί

Άνρθωπος. Κοιτάζει επάνω. Ο σκοπός του είναι η άνοδος, η ανάληψη.
Να πετάξει; Να φτάσει κάπου - πάντως - εκεί επάνω.
Kόλαση, Τάρταρα, η πτώση των αγγέλων, όλα τα δεινά έρχονται από κάτω.
Είναι η τάση της αλυσίδας που δεσμεύει τον Προμηθέα. Η δύναμη του χεριού απέναντι από την δύναμη της σκέψης. Οι ιδέες αναδύονται από τον νου, το χέρι χτυπάει από το επίπεδό του και κάτω.
Η τηλεόραση, στο ύψος των ματιών, απέναντι στο νέο κοινονικό παρατηρητήριο: τον καναπέ.
Η αφόρητη δυσωδία του βόρβορου, κάτω από τα πόδια μας. Η φευγαλέα λάμψη ενός αεροπλάνου απέναντι στον ήλιο μας πάει μακρυά με τη σκέψη πως είμαστε εκεί μέσα. Φεύγουμε.
Πάμε γι' άλλες δόξες, αναζητώντας ένα καλύτερο σήμερα και αύριο. Όμως το χθες μέσα μας παραμένει σαν το φαγητό στο άντερο. Αναζητά διέξοδο να μας σκατώσει το παρόν. Και θα το κάνει. Δεν γίνεται να μην φας, όπως δεν γίνεται να μην έχεις παρελθόν. Και τούμπαλιν.
Άρα; Τίποτα; Μηδέν;
έχω την απάντηση για εμένα. Θα την θυμάμαι αύριο όμως; Να την γράψω εδώ; Ανούσιο. Αύριο θα είναι μια νέα μέρα και η απάντηση θα έχει χάσει το νόημά της.
Ίσως όμως να μου θυμίζει ποιός ήμουν πριν εικοσιτέσσερεις ώρες. Γιατί να θυμάμαι; Αυτός που είμαι σήμερα έχει σημασία.
Τίποτα δεν είναι μάταιο. Όλα συνεισφέρουν στην αποξένωσή μου από τον βόθρο.
"Ανιστορώ και χαίρουμε, θυμούμε και δακρύζω".
Καλημέρα. Πόσο διαφορετικός θα ήταν αυτός ο κόσμος αν αυτή η ευχή γινόταν κατανοητή και πραγματική. Αυτή η τόσο ευτελής κουβέντα πραγματικά θα άλλαζε τη ζωή μας.